- καμουτσί
- καμουτσί, το και καμουτσίκι, το και καμτσίκι, το(λ. τουρκ.), μαστίγιο: Στο αλώνισμα χτυπάνε τ' άλογα με το καμουτσίκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καμουτσί — και καμουτσίκι, καμιτσίκι ή καμτσίκι, το μαστίγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kamci] … Dictionary of Greek
καμουτσιά — και καμουτσικιά και καμιτσικιά και καμτσικιά, η [καμουτσί] χτύπημα με μαστίγιο, με καμουτσί* … Dictionary of Greek
καμιτσίκι — το βλ. καμουτσί … Dictionary of Greek
καμουτσίκι — το βλ. καμουτσί … Dictionary of Greek
καμουτσικίζω — και καμιτσικίζω και καμτσικίζω [καμουτσίκι] μαστιγώνω, χτυπώ με μαστίγιο, με καμουτσί … Dictionary of Greek
καμτσίκι — το βλ. καμουτσί … Dictionary of Greek
καμτσίκι — το βλ. καμουτσί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραγγέλιο — το (λ. λατ.), μαστίγιο, καμουτσί, καμτσίκι: Σε δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)